αλεκάτη

αλεκάτη
η
1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο
2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά. στην άκρη τής αλεκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἠλακάτη *. Ήδη αρχαία είναι στη λ. η παρουσία τού ε (πρβλ. αρχ. ἠλεκάτη, ἠλεκάτιον) από αφομοίωση προς το προηγούμενο η, δηλ. το ē. Προϊόν αφομοιώσεως θεωρείται το αρκτικό -, το οποίο τότε θα πρέπει να προήλθε προ τής τροπής τού δεύτερου -α-σε -ε-, για να ερμηνευθεί ως αφομοίωση. Διαφορετικά θα πρέπει να δεχθούμε ότι προήλθε από κάποια παρετυμολογική σύνδεση (προς το ἀλέκτωρ;) σε μεταγενέστερους χρόνους.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεκατίζω, αλεκατώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλεκατίζω — [αλεκάτη] περιτυλίγω στην αλεκάτη μαλλί ή βαμβάκι για γνέσιμο …   Dictionary of Greek

  • αλεκατώνω — [αλεκάτη] αλεκατίζω …   Dictionary of Greek

  • αλεκάτι — το η αλεκάτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἠλεκάτιον (πρβλ. ἀλεκάτη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”